E
ορτασμός
«επετείου του Πολυτεχνείου», «Γενιά του Πολυτεχνείου», «17Ν». Πρόκειται για
μεταπολιτευτική μόδα σε μανδύα μύθου ή για μια ωραιοποιημένη πραγματικότητα, ένα καθεστωτικό μύθο ή είναι,
απλώς, ένα συμβάν που αποτέλεσε λιπαντικό (δες κι εδώ) στη σύγχρονη ιστορία μας; Γράφει ο Χρύσανθος Λαζαρίδης, αυτόπτης ως μέλος της Συντονιστικής
Επιτροπής κατάληψης του Πολυτεχνείου, ενταγμένος, τότε, στην
οργάνωση «Ρήγας Φεραίος» και μέλος του
ΚΚΕ εσ., βουλευτής Επικρατείας της ΝΔ σήμερα: … «Κάποτε ήταν «μόδα» να
δηλώνεις «γενιά του Πολυτεχνείου» ακόμα κι αν δεν πέρασες ούτε απ’ έξω. Τώρα
έγινε μόδα να βρίζεις τη «γενιά του Πολυτεχνείου». Ακόμα κι αν δεν ξέρεις πολλά
για το τι ακριβώς έγινε τότε… Ποτέ δεν μου άρεσε να ακολουθώ τους «συρμούς».
Δεν το έκανα τότε, όταν ήταν «πολιτικώς ορθόν» να γράφεις κατεβατά επικολυρικού
θαυμασμού για ό,τι έγινε στο «Πολυτεχνείο». Δεν το κάνω ούτε και τώρα, όταν
«γύρισαν» τα πράγματα και είναι «πολιτικώς ορθόν» να αναθεματίζουμε όλοι μαζί,
ότι ως πριν λίγο προσκυνούσαμε. Η αλήθεια – και εν πάση περιπτώσει η δική μου,
γιατί αυτήν μόνο μπορώ να καταθέσω – είναι αρκετά διαφορετική:
- Την εξέγερση
του Πολυτεχνείου δεν την ήθελε
κανείς. Και δεν την «προετοίμασε» κανείς. Η ίδια η Αριστερά που
βροντοφώναζε και υπερηφανευόταν για τη συμμετοχή της και για τον… «καθοδηγητικό
της ρόλο», εκ των υστέρων,
στη διάρκεια της εξέγερσης την είδε με επιφυλακτικότητα και καχυποψία. Κάποιοι
μάλιστα ζήτησαν από τους φοιτητές να βγουν έξω και αμέσως μετά καταδίκασαν την
εξέγερση ως έργο «300 προβοκατόρων»… Ξέρετε τι θα πει να είσαι 19 ετών
στην πιο βαθιά παρανομία μετά την εξέγερση, και κάποια κόμματα της Αριστεράς να
σε θεωρούν «προβοκάτορα» την ώρα που η χούντα σε κυνηγάει παντού;
- Δεύτερον, τα
γεγονότα του Πολυτεχνείου, όντως κάποιοι πήγαν να τα εκμεταλλευτούν. Τα
εκμεταλλεύθηκε πρώτος ο δικτάτορας Ιωαννίδης για να ρίξει τον δικτάτορα
Παπαδόπουλο. Μετά τα εκμεταλλεύθηκε η Αριστερά κυρίως (αλλά και το ΠΑΣΟΚ
πλαγίως), για να εδραιώσουν την παρουσία τους μετά την κατάρρευση της χούντας.
Αλλά στην εξέγερση δεν πρωτοστάτησε ούτε ο… Ιωαννίδης, ούτε το ΠΑΣΟΚ (που δεν
υπήρχε τότε), ούτε η Αριστερά (μέρος της οποίας απέσυρε τις δυνάμεις της, ενώ
κάποιο άλλο μέρος είχε ταυτιστεί με το «πείραμα Μαρκεζίνη» που το ακύρωσε η
εξέγερση).
- Τρίτον, το
«Πολυτεχνείο» σίγουρα δεν έριξε τη χούντα. Αλλά την κλόνισε σοβαρά, και έπαιξε το ρόλο
του «καταλύτη» για την εσωτερική της διάσπαση. Η «πολιτικοποίηση» της
δικτατορίας (με τις εκλογές Μαρκεζίνη που ήταν προγραμματισμένες για τον
Ιανουάριο του 1974) ματαιώθηκε μια βδομάδα μετά την εξέγερση. Ενώ η κατάρρευση
της δικτατορίας προέκυψε μετά την τραγωδία της Κύπρου τον Ιούλιο του 1974.Για
το Πολυτεχνείο το μόνο που μπορούμε να πούμε ήταν ότι κλόνισε το δικτατορικό
καθεστώς, το διέσπασε, το αποδυνάμωσε και επέτεινε τις εσωτερικές του
αντιφάσεις. Κι αυτό δεν ήταν λίγο. Αλλά ήταν πολύ διαφορετικό απ’ το μύθο που πλάστηκε όλα τα επόμενα
χρόνια…
- Τέταρτον, η
«αντίσταση του λαού κατά της χούντας» δεν υπήρξε τόσο «παλλαϊκή», τόσο «μαζική» και τόσο
«ομόθυμη» όσο παρουσιάστηκε μετά. Η αλήθεια είναι πως δεν ήταν λίγοι
εκείνοι που ενέκριναν τη δικτατορία τα πρώτα χρόνια. Αρκετοί ακόμα την
ανέχονταν αγόγγυστα. Ακόμα περισσότεροι ένιωθαν απλώς φόβο. Πολλοί λίγοι είχαν
διάθεση για αντίσταση. Όπως λίγοι ήταν κι αυτοί που είχαν διάθεση να βοηθήσουν
τους τότε αντιστασιακούς…
Στις αρχές του
1973 αυτό άρχισε να αλλάζει. Και καταλύτης υπήρξε το φοιτητικό κίνημα,
πράγματι. Με την κατάληψη (τις δύο καταλήψεις για την ακρίβεια) της Νομικής
Σχολής, το Φεβρουάριο και το Μάρτιο του 1973. Και, βέβαια, με την κατάληψη του
Πολυτεχνείου το Νοέμβριο της χρονιάς εκείνης. Αλλά απλώς άρχισε να αλλάζει το
κλίμα…
- Μετά τον
Ιούλιο του 1974 γεμίσαμε με «αντιστασιακούς κατόπιν εορτής»! Από ανθρώπους που υπηρέτησαν το
δικτατορικό καθεστώς και ύστερα διαφήμιζαν την αντιδικτατορική τους δράση,
μέχρι ανθρώπους που απλώς δεν έκαναν τίποτε και ύστερα εμφανίζονταν ως περίπου…
«οπλαρχηγοί» μιας «παλλαϊκής αντίστασης» που δεν υπήρξε ποτέ! Μετά από πολλά
χρόνια γνώρισα κάποιο γνωστό αρθρογράφο – μακαρίτη εδώ και καιρό – που τόλμησε
να γράψει: «εγώ παιδιά δεν ήμουν
αντιστασιακός επί χούντας!» Ξαφνικά τον εκτίμησα πολύ. Όχι γιατί δεν έκανε
αντίσταση. Αλλά γιατί δεν ήταν «δήθεν»…
- Η Γιορτή του
Πολυτεχνείου – και όλη η μυθολογία που πλάστηκε σχετικά – υπήρξε ένας καθεστωτικός μύθος.
Ήταν η τελετουργία που νομιμοποιούσε την εγκαθίδρυση της Κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Αναδείκνυε «σύμβολα» και «ήρωες» – θεμέλια απαραίτητα για κάθε καθεστώς που
διψά για νομιμοποίηση.
Άλλα καθεστώτα
θεμελιώθηκαν σε αληθινά μεγάλα γεγονότα. Εδώ βολεύτηκαν με ένα «συμβάν»! Το
οποίο είχε και μια ακόμα λυτρωτική λειτουργία. Ξέπλυνε τις τύψεις ενός λαού, που
δίψαγε για αντιστασιακούς μύθους στη διάρκεια μιας περιόδου που ελάχιστοι έκαναν πραγματική
αντίσταση.
- Το
Πολυτεχνείο δεν συγκρίνεται – ούτε θα μπορούσε, άλλωστε – με κανένα από τα
μεγάλα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεοελληνική Ιστορία. Η 25η Μαρτίου
και η 28η Οκτωβρίου δεν μπορούν να έχουν την παραμικρή σύγκριση με
την 17η Νοεμβρίου. Είναι γελοίο και να το λέμε… Δεν συγκρίνεται ούτε
με άλλα ιστορικά γεγονότα, όπως οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και ο Κυπριακός αγώνας
της δεκαετίας του ’50, ή με μεγάλες στιγμές όπως η παλλαϊκή αντίσταση του 1943
κατά της «πολιτικής επιστράτευσης» που προσπάθησαν να επιβάλουν τότε οι αρχές
της Κατοχής. Η Ελλάδα είναι μια από τις ελάχιστες χώρες της κατεχόμενης Ευρώπης, όπου οι Ναζί δεν μπόρεσαν να κάνουν πολιτική
επιστράτευση. Και η μόνη, ίσως, που αυτό ματαιώθηκε μετά από αληθινά
παλλαϊκή και όντως πολυαίμακτη εξέγερση του λαού. Κι όμως, όλα αυτά
αποσιωπώνται και γιορτάζουμε κάθε χρόνο το …Πολυτεχνείο! Αυτό δεν είναι γελοίο
πια. Είναι τραγικό! Και καθόλου κολακευτικό για όλους μας.- Η γιορτή του
Πολυτεχνείου, λοιπόν, δεν έχει καμία ιστορική αντιστοίχηση με τα πραγματικά
γεγονότα. Υπήρξε καθαρά καθεστωτικό σύμβολο και για ένα λόγο ακόμα: Σηματοδοτεί μια
περίοδο, όπου οι «ηττημένοι» του Εμφύλιου, κερδίζουν την ηγεμονία μέσα στη χώρα. Δεν άσκησαν
ποτέ την διακυβέρνηση, αλλά επέβαλαν τη δική τους λογική στο καθεστώς και στους
ιδεολογικούς μηχανισμούς του: τα Πανεπιστήμια, τα σχολεία, τη διανόηση, τον
Τύπο, τα ΜΜΕ. Είμαστε μια μοναδική περίπτωση που την πρόσφατη ιστορία την έγραψαν τελικά οι
ηττημένοι, όχι οι νικητές. Και
την έγραψαν εξ ίσου στρεβλά…Το Πολυτεχνείο
λοιπόν, όχι ως γεγονός αλλά ως επέτειος, μύθος, σύμβολο, υπήρξε μια «κολυμβήθρα του
Σιλωάμ», για να δώσει στην
Αριστερά, μετά από 27 χρόνια παρανομίας, μια «ηθική νίκη». Ήταν μια «νίκη»,
μετά από μια εξέγερση που η ίδια η Αριστερά δεν την ήθελε, δεν
τη στήριξε, κάποια στιγμή την κατήγγειλε
κι όλα, και στη συνέχεια την οικειοποιήθηκε πλήρως!» (…) «Αυτό δεν σημαίνει ότι υπήρξε ένα
«ψέμα»! Ήταν μια εξέγερση της νεολαίας για Δημοκρατία και Ελευθερία. Τίποτε παραπάνω και τίποτε
λιγότερο. Και δεν
είναι μικρό πράγμα.» (…) Και παρακάτω : Η «γενιά του Πολυτεχνείου»,
δηλαδή οι άνθρωποι που πρωταγωνίστησαν δεν είναι αυτές οι καρικατούρες που
εμφανίζονται σήμερα, που άρχισε η αποδόμηση του μύθου. Ήταν παιδιά ανάμεσα στα
19 και τα 25 χρόνια τους τότε, που διψούσαν για Ελευθερία, οργανώθηκαν χωρίς
βοήθεια, εξεγέρθηκαν και ρίσκαραν, όταν κάθε συμβατική λογική γύρω τους –
αριστερή και δεξιά – τους έλεγε «να κάτσουν στα αυγά τους»! Γιατί αυτό τους
έλεγαν.» (…) «Όσους αληθινά πρωτοστάτησαν στα γεγονότα τότε, δεν τους ξέρετε.
Γιατί προτίμησαν να μείνουν στην αφάνεια. Οι περισσότεροι αηδιασμένοι από τη
μυθοπλασία, δηλαδή από το προπαγανδιστικό «περιτύλιγμα» με το οποίο περιβλήθηκε
η δική του νεανική εξέγερση. Άλλοι, πάλι, διακρίθηκαν στη ζωή τους, χωρίς να
διαφημίσουν την τότε συμμετοχή τους. Ελάχιστοι – αληθινά ελάχιστοι – έκαναν το
Πολυτεχνείο καριέρα. Και σήμερα το έχουν μετανιώσει. Είναι, λοιπόν, κατάντημα,
να φτύνουμε σήμερα εκεί που κάποτε όλοι προσκυνούσαν. Οι περισσότεροι που
έπαιξαν κάποιο ρόλο τότε, δεν προσκύνησαν ποτέ το είδωλο – το φετίχ – που
περιφέρεται ( σ.σ. τη «σημαία του Πολυτεχνείου», δες κι εδώ) κάθε χρόνο τέτοια μέρα στους δρόμους.»(…) Για να καταλήξει : «Όσοι από μας δεν
καταδέχθηκαν να γίνουν «παιδιά του κομματικού σωλήνα» και δεν ενέδωσαν στις
σειρήνες του life style – δηλαδή οι συντριπτικά περισσότεροι – έχουν κρατήσει
δύο πράγματα. Που το καθένα από μόνο τους είναι πολύτιμο, αλλά και τα δύο μαζί
«δεν παίζονται»:–Έχουν εμπειρία ρήξης με ένα ανελεύθερο καθεστώς. Δηλαδή έχουν
γευτεί αυτό που λέμε «Ελευθερία» και το ξέρει μόνο όποιος ρίσκαρε γι’ αυτό. Όχι
όποιος έμαθε να το θεωρεί «δεδομένο»…