Αντιγράφω και δημοσιεύω το ομότιτλο άρθρο του Στάθη Καλύβα, καθηγητή του Πανεπιστημίου Yale, δημοσιευμένο στην εφ. Καθημερινή: « Το κλίμα των ημερών ευνοεί την υπέρμετρη απαισιοδοξία. Η αδυναμία, όμως, διάκρισης των ξερών από τα χλωρά, είναι τόσο αδικαιολόγητη όσο και επικίνδυνη. Είναι, επομένως, ανάγκη να προσεγγίσουμε ορισμένες πτυχές της κοινωνικής μας ζωής με μεγαλύτερη ψυχραιμία.Το μεγάλο πάρτι της μεταπολίτευσης, με την κάθε οργανωμένη ομάδα να εκβιάζει το κράτος επιτυγχάνοντας και την αντίστοιχη απόδοση προνομίων, τελείωσε. Τι ακολουθεί όμως; Μια πιθανότητα είναι οι οργανωμένες ομάδες να αυξήσουν ακόμα περισσότερο τη διεκδικητικότητά τους, για να διατηρήσουν τη μερίδα τους από τη μικρότερη πίτα που θα προκύψει. Μια άλλη πιθανότητα είναι η εγκατάλειψη των πρακτικών διεκδίκησης που κυριάρχησαν τις τελευταίες δεκαετίες και η γενική αναπροσαρμογή της συμπεριφοράς των ανθρώπων. Θεωρώ το δεύτερο σενάριο πιθανότερο από το πρώτο.Η εκτίμησή μου προκύπτει από τρεις παρατηρήσεις για τον ρόλο των θεσμών εν γένει, τη μορφή του διεκδικητισμού και τις στρατηγικές του ελληνικού μικροαστισμού.
Είναι ανάγκη να τονιστεί το εξής αυτονόητο: οι αντικοινωνικές συμπεριφορές που παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια δεν είναι προϊόντα ενός «εθνικού χαρακτήρα» ή αναπόσπαστα στοιχεία του που ταυτίζονται με την ιστορία του έθνους. Είναι, αντίθετα, εξαιρετικά ευμετάβλητα και εύπλαστα συμπτώματα μιας απόλυτα ορθολογικής συμπεριφοράς που αναπτύσσεται μέσα σ’ ένα συγκεκριμένο θεσμικό πλαίσιο. Γιατί να μας ξαφνιάζει η μη συμμόρφωση με τους κανόνες, όταν πρυτανεύει η διαφθορά και η διεκδίκηση προνομίων σε βάρος του συνόλου και όταν τέτοιες συμπεριφορές επιβραβεύονται μέσω της ανομίας; Το αξιοπερίεργο, μάλιστα, και εκείνο που συνηγορεί στην απουσία ενός εθνικού χαρακτήρα, είναι η ηθική καθημερινή συμπεριφορά εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που συμμορφώνονται με τους κανόνες, αγνοώντας τα αντικίνητρα που τους περιβάλλουν: όλοι μας έχουμε συναντήσει ανθρώπους που κάνουν σωστά και σοβαρά τη δουλειά τους χωρίς να αποκομίζουν κάποιο υλικό κέρδος γι’ αυτό. Συχνά, μάλιστα, επιβαρύνονται και με κόστος.
Το κλασικό παράδειγμα για τη σχέση θεσμών και συμπεριφορών είναι η μετανάστευση. Μετά το αρχικό σοκ, η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων μεταναστών προσαρμόζεται στους κανόνες λειτουργίας των νέων χωρών τους χωρίς κανένα απολύτως πρόβλημα. Σύντομα, μάλιστα, μετατρέπονται σε φανατικούς οπαδούς της τήρησης των κανόνων καθώς γνωρίζουν τις συνέπειες της ανομίας από πρώτο χέρι. Γι’ αυτό ακριβώς, ένας μεγάλος κίνδυνος σε σχέση με την αντίστοιχη μετανάστευση προς την Ελλάδα, είναι η κοινωνικοποίηση των μεταναστών μέσα στη γενικευμένη ανομία που επικρατεί στη χώρα μας.
Η δεύτερη παρατήρηση αφορά τη μορφή και το περιεχόμενο της διεκδικητικής δράσης στην Ελλάδα. Αν εξαιρέσει κανείς τις εκδηλώσεις στις οποίες πρωτοστατεί το ΚΚΕ, η μεγάλη πλειοψηφία των διεκδικητικών δράσεων είναι περισσότερο ένα πανηγύρι, πασπαλισμένο με μπόλικο συναισθηματισμό, παρά μια οργανωμένη, κάθετη και ψυχρή σύγκρουση με το κράτος. Αυτό, άλλωστε, είναι και το στοιχείο που διαφεύγει συνήθως από τους ξένους παρατηρητές. Οι επιφανειακές συμπεριφορές, όμως, είναι και ιδιαίτερα ευμετάβλητες.
Η τρίτη παρατήρηση αφορά τις οικονομικές στρατηγικές του ελληνικού μικροαστισμού. Είναι γνωστή η ροπή προς τον τονισμό των κατ’ εξοχήν αντιπαραγωγικών στοιχείων του: μικροαπάτες, προχειρότητα, τεμπελιά, αρπαχτές κ.λπ. Τα «ρουμς του λετ», για παράδειγμα, έχουν γίνει συνώνυμο ενός άθλιου τουριστικού προϊόντος. Ομως ξεχνάμε πως δίπλα σ’ αυτά έχει δημιουργηθεί και μια πολύ αξιόλογη υποδομή: από την αξιοπρεπή οικογενειακή ταβέρνα ώς την υποδειγματικής λειτουργίας μεγάλη ξενοδοχειακή μονάδα, περνώντας από τη μεσαίου μεγέθους επιχείρηση που σέβεται πραγματικά τον πελάτη της. Την τελευταία δεκαπενταετία έχει αυξηθεί σημαντικά τόσο ο αριθμός όσο και το ειδικό βάρος των σοβαρών τουριστικών επιχειρήσεων, πράγμα που δείχνει πως, αντίθετα απ’ ό,τι λέγεται συχνά, η ευρωπαϊκή εμπειρία δεν υπήρξε για τη χώρα μας κάτι ξώφαλτσο. Αντίθετα, κινητοποίησε τα πιο δυναμικά στρώματα της κοινωνίας. Ποτέ ώς τώρα δεν είχε η Ελλάδα τόσα πραγματικά αξιόλογα εστιατόρια. Ποτέ ώς τώρα δεν κατόρθωσε να αναδείξει τέτοιο εύρος εξαιρετικών τοπικών προϊόντων, όπως π.χ. τα κρασιά της. Δεν πρέπει, τέλος, να ξεχνάμε πως εξαιτίας των εγγενών περιορισμών του μικροαστισμού αποφύγαμε τις τεράστιες και αμετάκλητες καταστροφές που προκάλεσαν η μεγάλη κλίμακα και ο κεντρικός σχεδιασμός. Οσοι έχουν επισκεφθεί την ισπανική Costa del Sol διαπιστώνουν με φρίκη από τι γλιτώσαμε.
Θα μπορούσα να παραθέσω δεκάδες παραδείγματα. Ορισμένα είναι τόσο αυτονόητα που τα προσπερνάμε δίχως δεύτερη σκέψη. Ας αναλογιστεί κανείς την τεράστια επένδυση που πραγματοποίησε η ελληνική κοινωνία την τελευταία εικοσαετία σε σχέση με τη μεγέθυνση του ανθρώπινου κεφαλαίου της. Ας συγκρίνει την εκμάθηση ξένων γλωσσών, και ιδιαίτερα της διεθνούς lingua franca, των αγγλικών, με χώρες όπως η Γαλλία, η Ισπανία ή η Ιταλία. Δεν υπάρχει σύγκριση.
Άλλα παραδείγματα είναι λιγότερο αυτονόητα. Η αντιπαροχή υπήρξε μια χρυσή σελίδα του ελληνικού μικροαστισμού: μια ελληνική πατέντα που επέτρεψε την άμεση στέγαση εκατοντάδων χιλιάδων εσωτερικών μεταναστών με ελάχιστα κεφάλαια. Μας αρέσει να την κατακρίνουμε γιατί κατέστρεψε την παλιά Αθήνα. Ας αφήσουμε στην άκρη το γεγονός πως η παλιά Αθήνα δεν ήταν η ειδυλλιακή πόλη που κατασκευάσαμε στη φαντασία μας και πως για κάθε νεοκλασικό που καταστράφηκε αντιστοιχούσαν εκατοντάδες ανήλιαγα υπόγεια. Καλό είναι, επίσης, να αποφεύγουμε τις προσφιλείς μας συγκρίσεις με την ουτοπία. Δύο ήταν οι εναλλακτικές λύσεις για την Αθήνα του 1950: οι φαβέλες και οι αντίστοιχες παραγκουπόλεις των αναπτυσσόμενων χωρών και ο καταθλιπτικός σοσιαλιστικός ρεαλισμός των τεράστιων, δυσλειτουργικών και πλήρως αποτυχημένων εργατικών πολυκατοικιών σε Δύση και Ανατολή. Θα τις επιλέγαμε;
Οι παρατηρήσεις αυτές συγκλίνουν στο ότι η ελληνική κοινωνία θα εγκαταλείψει τον στείρο διεκδικητισμό και την προσοδοφορία της τελευταίας τριακονταετίας και θα ανταποκριθεί στις νέες προκλήσεις από τη στιγμή που θα κληθεί να λειτουργήσει μέσα σ’ ένα διαφορετικό θεσμικό πλαίσιο, το οποίο έχει αρχίσει να αναδύεται ήδη μέσα από την κρίση.
Αυτήν ακριβώς τη διαδικασία περιγράφει ο κορυφαίος ιστορικός William McNeil, σ’ ένα εξαιρετικά διεισδυτικό βιβλίο που κυκλοφόρησε το 1978 και δεν έχει ακόμα μεταφραστεί στα ελληνικά. Ο τίτλος του; «Η μεταμόρφωση της Ελλάδας μετά το 1945».
Είναι ανάγκη να τονιστεί το εξής αυτονόητο: οι αντικοινωνικές συμπεριφορές που παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια δεν είναι προϊόντα ενός «εθνικού χαρακτήρα» ή αναπόσπαστα στοιχεία του που ταυτίζονται με την ιστορία του έθνους. Είναι, αντίθετα, εξαιρετικά ευμετάβλητα και εύπλαστα συμπτώματα μιας απόλυτα ορθολογικής συμπεριφοράς που αναπτύσσεται μέσα σ’ ένα συγκεκριμένο θεσμικό πλαίσιο. Γιατί να μας ξαφνιάζει η μη συμμόρφωση με τους κανόνες, όταν πρυτανεύει η διαφθορά και η διεκδίκηση προνομίων σε βάρος του συνόλου και όταν τέτοιες συμπεριφορές επιβραβεύονται μέσω της ανομίας; Το αξιοπερίεργο, μάλιστα, και εκείνο που συνηγορεί στην απουσία ενός εθνικού χαρακτήρα, είναι η ηθική καθημερινή συμπεριφορά εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που συμμορφώνονται με τους κανόνες, αγνοώντας τα αντικίνητρα που τους περιβάλλουν: όλοι μας έχουμε συναντήσει ανθρώπους που κάνουν σωστά και σοβαρά τη δουλειά τους χωρίς να αποκομίζουν κάποιο υλικό κέρδος γι’ αυτό. Συχνά, μάλιστα, επιβαρύνονται και με κόστος.
Το κλασικό παράδειγμα για τη σχέση θεσμών και συμπεριφορών είναι η μετανάστευση. Μετά το αρχικό σοκ, η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων μεταναστών προσαρμόζεται στους κανόνες λειτουργίας των νέων χωρών τους χωρίς κανένα απολύτως πρόβλημα. Σύντομα, μάλιστα, μετατρέπονται σε φανατικούς οπαδούς της τήρησης των κανόνων καθώς γνωρίζουν τις συνέπειες της ανομίας από πρώτο χέρι. Γι’ αυτό ακριβώς, ένας μεγάλος κίνδυνος σε σχέση με την αντίστοιχη μετανάστευση προς την Ελλάδα, είναι η κοινωνικοποίηση των μεταναστών μέσα στη γενικευμένη ανομία που επικρατεί στη χώρα μας.
Η δεύτερη παρατήρηση αφορά τη μορφή και το περιεχόμενο της διεκδικητικής δράσης στην Ελλάδα. Αν εξαιρέσει κανείς τις εκδηλώσεις στις οποίες πρωτοστατεί το ΚΚΕ, η μεγάλη πλειοψηφία των διεκδικητικών δράσεων είναι περισσότερο ένα πανηγύρι, πασπαλισμένο με μπόλικο συναισθηματισμό, παρά μια οργανωμένη, κάθετη και ψυχρή σύγκρουση με το κράτος. Αυτό, άλλωστε, είναι και το στοιχείο που διαφεύγει συνήθως από τους ξένους παρατηρητές. Οι επιφανειακές συμπεριφορές, όμως, είναι και ιδιαίτερα ευμετάβλητες.
Η τρίτη παρατήρηση αφορά τις οικονομικές στρατηγικές του ελληνικού μικροαστισμού. Είναι γνωστή η ροπή προς τον τονισμό των κατ’ εξοχήν αντιπαραγωγικών στοιχείων του: μικροαπάτες, προχειρότητα, τεμπελιά, αρπαχτές κ.λπ. Τα «ρουμς του λετ», για παράδειγμα, έχουν γίνει συνώνυμο ενός άθλιου τουριστικού προϊόντος. Ομως ξεχνάμε πως δίπλα σ’ αυτά έχει δημιουργηθεί και μια πολύ αξιόλογη υποδομή: από την αξιοπρεπή οικογενειακή ταβέρνα ώς την υποδειγματικής λειτουργίας μεγάλη ξενοδοχειακή μονάδα, περνώντας από τη μεσαίου μεγέθους επιχείρηση που σέβεται πραγματικά τον πελάτη της. Την τελευταία δεκαπενταετία έχει αυξηθεί σημαντικά τόσο ο αριθμός όσο και το ειδικό βάρος των σοβαρών τουριστικών επιχειρήσεων, πράγμα που δείχνει πως, αντίθετα απ’ ό,τι λέγεται συχνά, η ευρωπαϊκή εμπειρία δεν υπήρξε για τη χώρα μας κάτι ξώφαλτσο. Αντίθετα, κινητοποίησε τα πιο δυναμικά στρώματα της κοινωνίας. Ποτέ ώς τώρα δεν είχε η Ελλάδα τόσα πραγματικά αξιόλογα εστιατόρια. Ποτέ ώς τώρα δεν κατόρθωσε να αναδείξει τέτοιο εύρος εξαιρετικών τοπικών προϊόντων, όπως π.χ. τα κρασιά της. Δεν πρέπει, τέλος, να ξεχνάμε πως εξαιτίας των εγγενών περιορισμών του μικροαστισμού αποφύγαμε τις τεράστιες και αμετάκλητες καταστροφές που προκάλεσαν η μεγάλη κλίμακα και ο κεντρικός σχεδιασμός. Οσοι έχουν επισκεφθεί την ισπανική Costa del Sol διαπιστώνουν με φρίκη από τι γλιτώσαμε.
Θα μπορούσα να παραθέσω δεκάδες παραδείγματα. Ορισμένα είναι τόσο αυτονόητα που τα προσπερνάμε δίχως δεύτερη σκέψη. Ας αναλογιστεί κανείς την τεράστια επένδυση που πραγματοποίησε η ελληνική κοινωνία την τελευταία εικοσαετία σε σχέση με τη μεγέθυνση του ανθρώπινου κεφαλαίου της. Ας συγκρίνει την εκμάθηση ξένων γλωσσών, και ιδιαίτερα της διεθνούς lingua franca, των αγγλικών, με χώρες όπως η Γαλλία, η Ισπανία ή η Ιταλία. Δεν υπάρχει σύγκριση.
Άλλα παραδείγματα είναι λιγότερο αυτονόητα. Η αντιπαροχή υπήρξε μια χρυσή σελίδα του ελληνικού μικροαστισμού: μια ελληνική πατέντα που επέτρεψε την άμεση στέγαση εκατοντάδων χιλιάδων εσωτερικών μεταναστών με ελάχιστα κεφάλαια. Μας αρέσει να την κατακρίνουμε γιατί κατέστρεψε την παλιά Αθήνα. Ας αφήσουμε στην άκρη το γεγονός πως η παλιά Αθήνα δεν ήταν η ειδυλλιακή πόλη που κατασκευάσαμε στη φαντασία μας και πως για κάθε νεοκλασικό που καταστράφηκε αντιστοιχούσαν εκατοντάδες ανήλιαγα υπόγεια. Καλό είναι, επίσης, να αποφεύγουμε τις προσφιλείς μας συγκρίσεις με την ουτοπία. Δύο ήταν οι εναλλακτικές λύσεις για την Αθήνα του 1950: οι φαβέλες και οι αντίστοιχες παραγκουπόλεις των αναπτυσσόμενων χωρών και ο καταθλιπτικός σοσιαλιστικός ρεαλισμός των τεράστιων, δυσλειτουργικών και πλήρως αποτυχημένων εργατικών πολυκατοικιών σε Δύση και Ανατολή. Θα τις επιλέγαμε;
Οι παρατηρήσεις αυτές συγκλίνουν στο ότι η ελληνική κοινωνία θα εγκαταλείψει τον στείρο διεκδικητισμό και την προσοδοφορία της τελευταίας τριακονταετίας και θα ανταποκριθεί στις νέες προκλήσεις από τη στιγμή που θα κληθεί να λειτουργήσει μέσα σ’ ένα διαφορετικό θεσμικό πλαίσιο, το οποίο έχει αρχίσει να αναδύεται ήδη μέσα από την κρίση.
Αυτήν ακριβώς τη διαδικασία περιγράφει ο κορυφαίος ιστορικός William McNeil, σ’ ένα εξαιρετικά διεισδυτικό βιβλίο που κυκλοφόρησε το 1978 και δεν έχει ακόμα μεταφραστεί στα ελληνικά. Ο τίτλος του; «Η μεταμόρφωση της Ελλάδας μετά το 1945».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου